ορθόπαγον

ορθόπαγον
ὀρθόπαγον, τὸ (Α)
1. βραχώδες ύψωμα
2. ως κύριο όν. τo Ὀρθόπαγον
ονομασία λόφου στους Θούριους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)-* + πάγος «απόκρημνος βράχος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὀρθόπαγον — Steep hill neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”